korakia

Στις Κυκλάδες. Αφορμή το πανηγύρι της Χρυσοπηγής. Το μεγαλύτερο της Σίφνου. Στο λιμάνι σταματάμε για έναν καφέ περιμένοντας το καράβι της επιστροφής. Τέσσερις άντρες μάς περιεργάζονται, εμάς και τους άλλους, Γάλλους κυρίως, θαμώνες. Εχουν ένα ύφος λαθροκυνηγού κεφαλών.
Να μη φαίνονται και πολύ, να έχουν το ύφος σοβαρό, αλλά και μια δόση ξένοιαστο. Κανονικό. Μήπως είναι του ΣΔΟΕ; ρωτάμε την κοπέλα που μας σερβίρει έναν υπέροχο καφέ σε πολύχρωμα φλιτζανάκια. Κανένα ίδιο χρώμα με το άλλο. Οχι, δεν είναι του ΣΔΟΕ, μας λέει εκείνη.
Μαθαίνουμε ότι είναι μιας ακόμα εταιρείας που έρχεται να αγοράσει ό,τι μπορεί στο νησί. Είναι Ελληνες που δουλεύουν για ξένα συμφέροντα. Προσφέροντας όπως σε κάθε τέτοια ώρα εξάρτησης τη σταθερή αξία της ιθαγενούς συνεργασίας.
«Σε μας», μας λέει ένας άλλος μαγαζάτορας που συναντάμε πιο πέρα, «ήρθε αυτοπροσώπως ο ξένος, χωρίς διερμηνείς, πριν από λίγες ημέρες, να μας ζητήσει το μαγαζί μας. Οχι, απαντήσαμε. Δεν το πουλάμε». Ηταν ευγενής, δεν επέμεινε. Ηρθε και πάλι. Μία και ακόμα μία φορά.
Οχι, του είπαμε πάλι. Και τότε εκείνος, ξεχνώντας για λίγο το προσωπείο της ευγένειας που είχε φορέσει, μας είπε: «Τι νομίζετε, ότι θα μείνουν εδώ τα μαγαζιά σας για πολύ; Σε λίγα χρόνια και να μη μου τα δώσετε, εγώ θα τα έχω αντιγράψει ίδια μέσα στην ξενοδοχειακή μονάδα που θα χτίσω. Δεν θα σας μείνει τίποτα. Τελειώνετε».
Οταν ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» μιλούσε για μια αντίστοιχη ιστορία στη Λατινική Αμερική, οι κριτικοί της λογοτεχνίας πολύ πιθανόν να ενέτασσαν την αφήγησή του, όπως και το σύνολο του έργου του, στον μαγικό ή τον ποιητικό ρεαλισμό.
Ο,τι είναι πολύ πιο πραγματικό από το πραγματικό το εκχωρούμε συχνά στον χώρο του φανταστικού για να μπορούμε να το αντέξουμε. Ηταν όμως τότε για εκεί όπως και σήμερα για εδώ ο απόλυτος χωρίς διαμεσολάβηση ρεαλισμός. Ή μάλλον η ρεάλ πολιτίκ:
Δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν χάσει τα πάντα. Το μόνο που τους απομένει είναι το σπίτι τους. Ερχεται ένας ευγενής κύριος και τους το ζητά. «Δεν το πουλάμε», του λένε. Εκείνος φεύγει για να ξανάρθει με περισσότερα χρήματα. Και πάλι εκείνοι του το αρνούνται.
Στο τέλος φτάνει και πάλι με περισσότερα, αμέτρητα χρήματα. Που τα επιδεικνύει. Ολο και πιο πολλά. Και τότε εκείνοι νικημένοι, δακρυσμένοι, υποκύπτουν. Το αφήγημα θα μπορούσε να στέκει για άλλους τόπους - και για τον δικό μας. Με έναν αστερίσκο. Τα πολλά λεφτά δεν χρειάζονται πια. Αρκούν και τα γλίσχρα ή τα καθόλου. Βλέπετε, το γέρικο ζευγάρι είχε την πολυτέλεια του πείσματος διότι δεν είχε προηγουμένως υπογράψει γραμμάτια, καθ’ ημάς Μνημόνια.
Τα κοράκια στους Πύργους της Σιωπής στη Βομβάη καταφτάνουν για να καθαρίσουν τα οστά των νεκρών από κάθε τι το μολυσμένο και να τα αφήσουν έτσι καθαγιασμένα στο έλεος των ανέμων. Στα νησιά της Ελλάδας που τα τραγούδησε ο Βύρων, τα κοράκια δεν έχουν την ίδια θέση με αυτήν που έχουν στη ζωροαστρική θρησκεία του κόσμου των αντιπόδων. Γιατί σε μας είναι κατάρα και βεβήλωση να πέφτουν πάνω στους τεθνεώτες πουλιά, ζώα ή άνθρωποι.
Δεν έχει προβλεφθεί ωστόσο η βεβήλωση που έχει να κάνει με τα σώματα και τις ψυχές των ζώντων. Ετσι, τα κοράκια με προσωπεία ανθρώπων εφορμούν για να αποτελειώσουν ό,τι έχει απομείνει εκτός των δανειακών υπογραφών της χώρας. Της χώρας αυτής που το πάσχον σώμα της αρνείται ακόμα να παραιτηθεί από τα στοιχειώδη.

Πηγή : http://www.efsyn.gr/

Συντάκτης: Πέπη Ρηγοπούλου