Δημοσιεύτηκε: 18 Ιανουαρίου, 2021 17:30

Η εφηβεία στον Δυτικό Πολιτισμό συνιστά ένα κοινωνικοψυχολογικό φαινόμενο ανάπτυξης που τοποθετείται σε βιολογική βάση, στην έναρξη της ήβης και ολοκληρώνεται «ψυχικά» με την τελική οργάνωση της σεξουαλικότητας. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό αλλά και ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης με ασαφή όρια που αποτελείται από στοιχεία της προηγούμενης και της επόμενης αναπτυξιακής φάσης, καθώς και από χαρακτηριστικά που εμφανίζονται μόνο στην εφηβεία.

Η εφηβεία καθορίζεται από πολλαπλές διαστάσεις κοινωνικού, συμβολικού, σωματικού και ψυχολογικού γίγνεσθαι, οι οποίες οδηγούν σε μια μοναδική ριζική αναμόρφωση του πρώην παιδιού. Κατά τη χρονική περίοδο της εφηβείας συντελούνται μείζονες σωματικές και ψυχολογικές αναταξινομήσεις, όπως επίσης και μεταβολές στη σχέση των εφήβων με τον εαυτό τους και με τους άλλους.

Η ψυχική ισορροπία διαταράσσεται και η προσωπικότητα του εφήβου χαρακτηρίζεται από ρευστότητα. Το σώμα έχει έναν καθοριστικό ρόλο εφόσον οι αλλαγές που παρατηρούνται σε αυτό ωθούν και διαμορφώνουν τις εξελίξεις. Η μετάβαση από τη σχετική σωματική αδράνεια της περιόδου του Δημοτικού στις ραγδαίες σωματικές αλλαγές της εφηβείας δημιουργούν ένα «εκρηκτικά ρευστό τοπίο».

Η εφηβεία χωρίζεται σε επιμέρους περιόδους με διαφορετικές αναπτυξιακές απαιτήσεις και γνωρίσματα. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την πρώιμη (11-14 ετών), τη μέση (14-17 ετών) και την ύστερη (17-20 ετών) εφηβεία.

Για κάποιους, η αναταραχή της εφηβείας είναι αναπόφευκτη, χρήσιμη και απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη του ατόμου ενώ άλλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν πως «Το να μεγαλώνει κανείς είναι εγγενώς μια πράξη επιθετική». Στόχος κατά τη λήξη της εφηβείας είναι η ανεξαρτητοποίηση, η απόκτηση ταυτότητας και η ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα επιτρέψουν στον έφηβο να ενταχθεί στον κοινωνικό χώρο της ενήλικης ζωής.

Οι έφηβοι, πέραν των βιολογικών και γνωστικών αλλαγών, καλούνται να αντιμετωπίσουν προκλήσεις και σε συναισθηματικό επίπεδο καθώς η εφηβεία θεωρείται μια περίοδος έντονης κρίσης και πίεσης. Ο έφηβος σε αυτή τη φάση προσπαθεί να απαρτιώσει παλιές και νέες εμπειρίες διαφορετικών πλαισίων και συναισθημάτων σε έναν ενιαίο εαυτό μέσα απο συναισθηματικές διεργασίες, με στόχο την επίτευξη της αίσθησης ταυτότητας. Η διαδικασία επίτευξης μιας ρεαλιστικής αίσθησης ταυτότητας στην εφηβεία περιλαμβάνει πειραματισμό στην εμφάνιση, στις επιλογές και στη συμπεριφορά σε κάθε έφηβο με μοναδικό τρόπο. Στην εφηβεία ο πειραματισμός είναι αναπτυξιακά κατάλληλος, εκτός από τις περίπτωσεις που εκτυλίσσεται με τρόπο επικίνδυνο για την υγεία ή τη ζωή του εφήβου.

Κατά την περίοδο της εφηβείας ο έφηβος διεργάζεται τον αποχωρισμό από τους γονείς που συνεπάγεται εντάσεις, υποτίμηση και αμφισβήτηση των γονέων. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο έφηβος αναζητά διακαώς νέα πρόσωπα ταύτισης ξεχωριστά από τον ίδιο ώστε να καλυφθεί το κενό της απώλειας ενώ παράλληλα στρέφεται σε μια αυξανόμενη επένδυση του εαυτού. Aυτό το αίσθημα κενού και μοναξιάς γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τον έφηβο μέσα απο εκλάμψεις δημιουργικότητας και πολύωρη ενασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προσφέρουν εγγύτητα και επαφή κρατώντας την απαιτούμενη απόσταση.

Αυτή η περίοδος της «κρίσης» δεν αφορά μόνο τους εφήβους αλλά και τους γονείς, οι οποίοι καλούνται να ανταπεξέλθουν και στη δική τους αναπτυξιακή φάση εξέλιξης, παράλληλα με τις αντιδράσεις του έφηβου, που συχνά τους οδηγούν σε αναστάτωση, πανικό. Συχνά, η μετάβαση από τη μια αναπτυξιακή φάση στην άλλη βιώνεται με «σύμμεικτο» τρόπο, με χαρά μαζί με θλίψη. Ο γονιός χαίρεται να βλέπει το παιδί του να προχωρά στο επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, αν και η περίοδος της εφηβείας συχνά ενέχει και έντονη ανησυχία. Η σχέση γονέα παιδιού  συνοδεύεται πια από άλλες δεξιότητες επικοινωνίας, ωστόσο, χάνεται η συνθήκη στην οποία το παιδί είχε μεγάλη ανάγκη από τις φροντίδες του γονιού, δεχόταν τα χάδια χωρίς αντιρρήσεις και ο γονιός αισθανόταν απαραίτητος και χρήσιμος. Για όλα τα παραπάνω, ο γονιός «πενθεί» καθώς βλέπει το παιδί να μεγαλώνει ακόμα και αν έρχονται άλλα ενδιαφέροντα να τα αντικαταστατήσουν.

Πως λοιπόν οι γονείς μπορούν να «αντιμετωπίσουν» τους εφήβους σε κάθε στάδιο;

Στο πρώτο στάδιο της εφηβείας (11-14 ετών) ο έφηβος έχει ανάγκη από μια σταθερή και όχι αυστηρή θέση από τους γονείς αλλά και από σαφή όρια. Ο γονιός θα πρέπει να είναι έτοιμος για τις «δυο ταχυτήτων» συμπεριφορές του εφήβου καθώς άλλοτε είναι ικανός να επιδείξει ώριμη συμπεριφορά και στάση και άλλοτε εμφανίζονται πιο πρώιμες ανάγκες (π.χ. ανάγκη για χάδια και φροντίδα).  Αν και οι συγκρούσεις είναι δύσκολο να αποφευχθούν, ο γονιός οφείλει να φύγει από την «εξιδανικευμένη» θέση του με σκοπό να επιτρέψει τις διεργασίες και τη διαφοροποίηση του εφήβου.

Κατά την περίοδο της μέσης εφηβείας (14-17 ετών), οι γονείς είναι ανάγκη να επιδείξουν ελαστικότητα και ευελιξία στο πρόγραμμα και στις επιλογές των εφήβων και να επιτρέψουν να ορίζονται από τους ίδιους. Η σχέση με τους συνομηλίκους είναι προεξάρχουσας σημασίας καθώς και οι σχέσεις με άλλα πρόσωπα «κύρους», όπως π.χ. οι καθηγητές.

Στο τελικό στάδιο της εφηβείας (17-20 έτων) οι έφηβοι έχουν κατακτήσει σε σημαντικό βαθμό την αίσθηση ταυτότητας. Βασικό καθήκον των γονιών στην παρούσα περίοδο είναι η προώθηση ενός ανοιχτού και ενσυναισθητικού διαλόγου ανάμεσα σε εκείνους και τους εφήβους και της δημιουργίας ενός χώρου εντός του οποίου οι έφηβοι θα μπορούν να εκφράσουν τις αγωνίες, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους για το μέλλον.

Αγγελική Καραγιάννη,

Κλινική Ψυχολόγος, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας ΒΑ και Δυτικών Κυκλάδων ΕΠΑΨΥ

By Published On: 18 Ιανουαρίου, 2021 17:30Categories: Άρθρα - Συνεντεύξεις

Σχετικά άρθρα:

Διαβάστε περισσότερα